Αντιμετωπίζοντας ερωτήματα για την Ουκρανία

Αντιμετωπίζοντας ερωτήματα για την Ουκρανία

Λίγα λόγια για το άρθρο της Daria Saburova που ακολουθεί

Μπαίνουμε στον δέκατο μήνα του πολέμου στην Ουκρανία και η απειλή μιας ανοιχτής παγκόσμιας ανάφλεξης αιωρείται. Έχουν ακουστεί και έχουν πάρει θέση σχεδόν οι πάντες… εκτός από ένα τμήμα του πληθυσμού της Ουκρανίας: αυτό που συμμετέχει ενεργά στην αντίσταση απέναντι στους Ρώσους εισβολείς, αλλά δεν εμφορείται από εθνικιστική ιδεολογία, αυτό που θέλει την Ουκρανία ακέραιη και ανεξάρτητη, αλλά όχι υποχείριο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του ΝΑΤΟ αντί του ρώσικου ιμπεριαλισμού, αυτό που υπερασπίζεται τα ανθρώπινα, κοινωνικά, πολιτικά και ατομικά δικαιώματα στη χώρα απέναντι στην εφαρμοζόμενη νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης Ζελένσκι. 

Είναι τουλάχιστον αδικία να ακούγονται στο ελληνικό κοινοβούλιο μέλη της ακροδεξιάς πολιτοφυλακής Αζόφ κι όχι μέλη των ανεξάρτητων συνδικάτων, για παράδειγμα των υγειονομικών που αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά της κοινωνικής προστασίας στη χώρα. Είναι τουλάχιστον πολιτική μυωπία το όπλα του ΝΑΤΟ στους αντιστεκόμενους Ουκρανούς και Ουκρανές να “υποχρεώνουν” προοδευτικές δυνάμεις, ειδικά της Αριστεράς, να αρνούνται την αναγκαία αλληλεγγύη, ηθική και υλική, σε έναν αγωνιζόμενο για την ύπαρξή του λαό.

Η σύγκρουση στην Ουκρανία έχει προϊστορία η οποία έχει γίνει αντικείμενο θηριώδους προπαγάνδας, ειδικά από την πλευρά της Ρωσίας. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της προϊστορίας για να φτάσουμε στην εισβολή του Φεβρουαρίου 2022 είναι το αντικείμενο του εκτενούς άρθρου που επισυνάπτεται. Η Ουκρανή Daria Saburova δεν κρύβει την αριστερή της ταυτότητα: αντίθετα, χρησιμοποιεί την ιδιαίτερη οπτική της για να απαντήσει σε μια σειρά βασικά ερωτήματα.

Τεκμηριώνει (άλλωστε όλο το κείμενο περιλαμβάνει εκτενείς βιβλιογραφικές αναφορές) ότι από το 2004 και μετά, στην ουκρανική πολιτική ζωή μονιμοποιήθηκε μια διαίρεση ανάμεσα σε ένα εθνικό-δημοκρατικό στρατόπεδο, φιλελεύθερο και φιλοευρωπαϊκό που διεκδικεί μια “δυτικο-ουκρανική” ταυτότητα και ένα πατερναλιστικό, ρωσόφωνο, φιλορώσικο στρατόπεδο, που διεκδικεί μια νοτιοανατολική” αντίστοιχη ταυτότητα.
Αναλύει την εξέγερση στο Μαϊντάν και τον εμφύλιο στο Ντονμπάς, υπενθυμίζοντας την από τότε στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας για τη στήριξη των εκεί λεγόμενων “λαϊκών δημοκρατιών”. 

Αποφαίνεται ότι “[οι] συμφωνίες του Μινσκ γίνονται όταν η ουκρανική κυβέρνηση βρίσκεται σε δυσμενή θέση από στρατιωτική άποψη… Η εφαρμογή των συμφωνιών από την ουκρανική κυβέρνηση θα είχε οδηγήσει με σιγουριά σε… ένα νέο Μαϊντάν που θα οργανωνόταν αυτή τη φορά από τις πιο αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις… Από την άποψη της realpolitik, μπορεί πάντα να πει κανείς ότι η ουκρανική κυβέρνηση θα μπορούσε να είχε αποφύγει τον πόλεμο κάνοντας παραχωρήσεις στη Ρωσία. Αλλά μια τέτοια διατύπωση θα ισοδυναμούσε με το να εγκαλείται το θύμα και την αποδοχή πως οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μπορούν να υπαγορεύουν με τα όπλα στους λαούς τους όρους της υποταγής τους”.

Υπενθυμίζει τις διαφορές ανάμεσα στον Ζελένσκι και τις ακραία συντηρητικές και εθνικιστικές δυνάμεις, οι οποίες μπλόκαραν και τις διαπραγματεύσεις με τον Πούτιν το Δεκέμβριο 2019.  Αλλά και τη φύση των μεταρρυθμίσεων που προ πολλού είχε απαιτήσει το ΔΝΤ και που ο Ζελένσκι συνέχισε. Μεταρρυθμίσεις που είναι τόσο οικείες και στην Ελλάδα.

Δίνει εκτενείς πληροφορίες για τα εκατομμύρια των εκτοπισμένων πληθυσμών του Ντονμπάς 2014-2022 και την κάλυψη του κενού κοινωνικής προστασίας τους από όλο και περισσότερες  μαζικές εθελοντικές οργανώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης.   
Ασχολείται σφαιρικά με το πρόβλημα των ακροδεξιών οργανώσεων, εξηγώντας ότι : “[Ο] κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν… βρίσκεται πολύ περισσότερο στον προσανατολισμό τους στη βία στους δρόμους και στην επέκταση των δικτύων τους μέσα στους κατασταλτικούς μηχανισμούς”. Εξηγεί, επίσης, ότι παρόλο που η συμμετοχή τους στην ένοπλη αντίσταση συμβάλει σε μια νομιμοποίηση των οργανώσεών τους, στο εσωτερικό τους μόνο μια μειοψηφία υιοθετεί την ιδεολογία τους. 

Τέλος, πληροφορεί για κάποιες βασικές συνιστώσες της ουκρανικής Αριστεράς, τη δράση  και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.

Οι μεταφραστές 
Τ. Αναστασιάδης – Δ. Καρέλλας 

► Το κείμενο στα αγγλικά στα γαλλικά

Πηγή άρθρου: www.efsyn.gr