Από το Καστελλόριζο στον Άρη και τούμπαλιν. Ο δομικός παραλογισμός Ερντογάν

Μέχρι σήμερα η δημόσια συζήτηση για την τακτική του Ερντογάν περιστρέφεται γύρω από μια βασική απορία: Διαπραγματεύεται απειλώντας για να παζαρέψει τα ανταλλάγματα που θα ζητήσει για να συνθηκολογήσει με τη Δύση ή είναι αποφασισμένος να της γυρίσει την πλάτη συνεχίζοντας να διεκδικεί την επικυριαρχία του στην ευρύτερη περιοχή που κάποτε αποτελούσε μέρος της Οθωμανική Αυτοκρατορίας;

Από την περασμένη εβδομάδα, οπότε ο Ερντογάν εξήγγειλε το σχέδιο της Τουρκίας για την κατάκτηση του Διαστήματος, στην προηγούμενη απορία προστέθηκε μια δεύτερη: Πιστεύει πράγματι ότι υποσχόμενος στους συμπατριώτες του ταξίδια στον Άρη θα τους κάνει να ξεχάσουν την πείνα και τη φτώχεια που συνοδεύουν την καλπάζουσα στην πατρίδα τους οικονομική κρίση εξασφαλίζοντας τη στήριξή τους ή απλώς καλεί τους πάντες, όπως το κάνει ο πρώην καγκελάριος Γκέρχαντ Σρέντερ, να πάρουν απόφαση ότι η πατρίδα του ανήκει στους μεγάλους αυτού του κόσμου και είναι η κυρίαρχη στην ευρύτερη περιοχή της;

Όμως, είτε έχει μελετήσει την ψυχολογία των συμπατριωτών του και ξέρει ότι η πλειοψηφία τους πράγματι παραμυθιάζεται με τον νεο-οθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό του είτε η προβολή του νεο-οθωμανικού μεγαλοϊδεατισμού του είναι ο μοναδικός τρόπος που έχει για να σταθεροποιήσει τη συμμαχία του με τους ακραίους εθνικιστές ενόψει της εις βάρος του επιδείνωσης του εσωτερικού πολιτικού κλίματος, η διαφορά για την Ελλάδα είναι μικρή και το ζήτημα μεγάλο:

Είτε από παραλογισμό είτε από μεγαλοϊδεατισμό η Τουρκία αντιπροσωπεύει μια σαφή, διαρκή, ευρύτερη και ασύμμετρη γεωπολιτική απειλή η επικινδυνότητα της οποίας πολλαπλασιάζεται από το γεγονός ότι ο μεν διεθνής παράγοντας είναι άγνωστο πώς και πότε θα οριστικοποιήσει τις αποφάσεις του για τον τρόπο με τον οποίο θα την αντιμετωπίσει, η δε Άγκυρα τη χρησιμοποιεί μην μπορώντας ή θέλοντας πλέον να εγκαταλείψει τον επιθετικό αναθεωρητισμό της προκειμένου να αναβαθμίσει τις σχέσεις της μαζί του.

Το χειρότερο είναι ότι το πρόβλημα δεν έγκειται στην υποβάθμιση της απειλής αλλά στην ενσωμάτωσή της στο παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας. Και είναι ακριβώς για αυτό που ο Τσαβούσογλου μπορεί να δηλώνει, όπως το ξαναέκανε μόλις προχθές, χωρίς να αποτελεί για κανέναν είδηση, ότι από τον Καύκασο μέχρι την Αφρική, από το Ναγκόρνο Καραμπάχ μέχρι τη Λιβύη, από τη Συρία και την Κύπρο μέχρι τη Σομαλία και τον Νίγηρα, από τον Ινδικό Ωκεανό μέχρι το Αιγαίο και τη Μεσόγειο η Τουρκία «κάνει το παιχνίδι» και όλοι οι άλλοι παίζουν με τους όρους της.

Και δεν αποτελεί για κανέναν είδηση όχι γιατί όλοι προσπερνούν τις δηλώσεις του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών ερμηνεύοντάς τες ως οίηση εσωτερικής κατανάλωσης. Αλλά γιατί ακόμα και αυτοί που, όπως και ο νέος πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας Ρόμπερτ Μενέντεζ, θεωρούν τη συμπεριφορά της Τουρκίας πολύ επικίνδυνη (βλ. τη συνέντευξή του στα χθεσινά «Νέα Σαββατοκύριακο»), θεωρούν ταυτόχρονα δεδομένο πως «η Τουρκία υπό τον Ερντογάν έχει καταστήσει σαφές μέσω της συμπεριφοράς της ότι είναι πρόθυμη να παραβιάσει διεθνείς κανόνες και υποχρεώσεις έναντι των συνθηκών (που έχει υπογράψει)». Γι’ αυτό και επισημαίνουν απλώς ότι «οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ πρέπει να το λάβουν αυτό υπόψη στις συναλλαγές τους με την Άγκυρα».

Όπως και οι Γερμανοί, υποθέτω, δεν είναι τόσο όσο δείχνουν αφελείς για να μην αντιλαμβάνονται αυτό που υποστηρίζει ο Μενέντεζ από τότε που πρωταγωνιστούσε στην επιβολή των αμερικανικών κυρώσεων. Ούτε αυτό που αντιλαμβάνονται οι Γάλλοι γείτονές τους ότι, δηλαδή η Τουρκία καταλαβαίνει μόνον από πράξεις και όχι από λόγια. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να δίνουν μάχη για να μην επιβληθούν κυρώσεις στη δική μας γείτονα και δική τους προστατευόμενη.

Το πιο ανησυχητικό, ωστόσο, είναι ότι αυτό που ο Τσαβούσογλου λέει εκλαμβάνοντας τις επιθυμίες της Άγκυρας για πραγματικότητα, η μελέτη που δημοσίευσε πρόσφατα το γνωστό και έγκυρο αμερικανικό ινστιτούτο Stratfor για τη θέση της Τουρκίας στον κόσμο το 2050 το επιβεβαιώνει ως πρόβλεψη. Σε τριάντα χρόνια, αναφέρει, η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα είναι γεγονός με χώρες όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, ακόμα και το Ισραήλ να ανήκουν στη δική της σφαίρα επιρροής, ενώ ρωσικές περιοχές σαν το Ροστόφ, την Κριμαία, τον Βόρειο Καύκασο κ.α, που στο παρελθόν είχαν γίνει επανειλημμένα θέατρα ρωσοτουρκικών πολέμων, θα αποτελούν πια γκρίζες ζώνες!

Όπως σημειώνει ο Γιώργος Π. Μαλούχος στο ίδιο φύλλο των «Νέων Σαββατοκύριακο», όπου δημοσιεύεται η συνέντευξη Μενέντεζ, οι Ρώσοι αντέδρασαν στα προβλεπόμενα του Stratfor δια του αντιπροέδρου της Δούμας, αρμόδιου για τις διεθνείς υποθέσεις Αντρέι Κρασόφ. «Ας μελετήσουν την Ιστορία. Εάν θέλουν να δοκιμάσουν πάνω τους την ισχύ του ρωσικού ηθικού και των όπλων μας, ας το επιχειρήσουν», σχολίασε ο Κρασόφ.

Η ρωσική αντίδρασή, ωστόσο, δε σημαίνει ότι η πρόβλεψη του Stratfor δεν μπορεί να επαληθευτεί. Πολύ δε περισσότερο που μόνον τυχαία και αυθαίρετη δε θα μπορούσε να θεωρηθεί. Και πολύ λιγότερο που δεν είναι η μόνη που κάνει μια παρόμοια προβολή στο μέλλον της δυναμικής που μπορεί να αναπτύξει ο επιθετικός νεο-οθωμανικός επεκτατισμός, έστω και αν για να πετύχει την αναβίωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας η Τουρκία θα πρέπει να επικρατήσει σειράς πολεμικών συρράξεων με χώρες της μείζονος περιοχής της.

Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι μόλις πριν από λίγους μήνες, και ενώ Τουρκία και Ελλάδα βρισκόντουσαν πολύ κοντά στο θερμό και αγνώστου έκτασης και διάρκειας επεισόδιο, ο αρχηγός της Μοσάντ, αναλύοντας τις κινήσεις της Άγκυρας, προειδοποιούσε ότι για την ασφάλεια της περιοχής η τουρκική απειλή είναι απείρως σοβαρότερη της απειλής που εκπορεύεται από το Ιράν και στρέφεται πρωτίστως εναντίον του Ισραήλ.

Επί σειρά ετών η ελληνική διπλωματία έδειχνε να κινείται στη λογική του “δόγματος Κρανιδιώτη”, που είχε υιοθετηθεί από την κυβέρνηση Σημίτη και στηριζόταν στην εκτίμηση σύμφωνα με την οποία μετά τη Συμφωνία του Ελσίνκι (1999), την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την έναρξη των διαβουλεύσεων για την τελωνειακή ένωση, σε πρώτη φάση, και την πλήρη ένταξη σε μεταγενέστερη της Τουρκίας στην Ευρώπη των 27 η τελευταία θα λειτουργούσε ως ασπίδα προστασίας του ελληνισμού μην αφήνοντας περιθώρια στην Τουρκία να αμφισβητήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα των δυο κρατών του τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο διότι έτσι θα ρίσκαρε τη διακοπή των ενταξιακών διαδικασιών.

Το δόγμα αυτό έχει πλέον καταρρεύσει διευρύνοντας το κενό ασφαλείας στην περιοχή. Ούτε οι ενδο-ευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί επιτρέπουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση να υιοθετήσει μια κοινή αμυντική και εξωτερική πολιτική απέναντι στην Τουρκία ούτε η Άγκυρα εμφανίζεται διατεθειμένη να «θυσιάσει» τα αυτοκρατορικά της όνειρα στον βωμό της αναβάθμισης των σχέσεών της με την ευρωπαϊκή οικογένεια χαλιναγωγώντας την επιθετικότητα και τον επεκτατισμό της.

Η διπλωματική κινητικότητα που επιδεικνύει η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη συνιστά πράγματι ένα αντίδοτο στην περιφερειακή ανασφάλεια που προκαλεί τόσο η στρατηγική της επικυριαρχίας της Άγκυρας όσο και η ηθελημένη γερμανική «γεωπολιτική αφέλεια» μπροστά στις εναρμονισμένες διπλωματικές πρακτικές Τουρκίας-Ρωσίας.

Η σύσφιξη οιωνεί συμμαχικών σχέσεων εντός του East-Med Gas Forum (Kύπρος, Ελλάδα, Αίγυπτος, Ισραήλ, Ιταλία, Ιορδανία, Παλαιστίνη και προσεχώς Γαλλία), όπως και των αντίστοιχων που προωθούνται στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας για το Forum “Philia” (μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου, Μπαχρέιν, Γαλλίας, Σαουδικής Αραβίας και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων) θα μπορούσαν προοπτικά να αναπληρώσουν εν μέρει το κενό ασφαλείας που παράγει η αδυναμία των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να βρουν κοινό βηματισμό στο “νέο ανατολικό ζήτημα” και όχι μόνον. Σε καμία, ωστόσο, περίπτωση δε διασκεδάζουν τις ανησυχίες που εμπνέει η ιστορική δυσκολία της Δύσης να αντιληφθεί και να προλάβει υπαρξιακούς κινδύνους που κατά καιρούς διατρέχει.

Στο επιγραφόμενο «Η Τύφλωση» εξαιρετικό βιβλίο του ο Γάλλος ιστορικός Μαρκ Φερρό δίνει τουλάχιστον μια ντουζίνα τέτοιων παραδειγμάτων, χωρίς να συμπεριλαμβάνει σε αυτά τη σημερινή πανδημία που μερικοί την είχαν προβλέψει χωρίς κανείς να τους λάβει υπόψη.

Το πιο πρόσφατο από τα άλλα δώδεκα παραδείγματα ήταν η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007. Το προηγούμενο, η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001. Το τρίτο κοντινότερο, η εφόρμηση το 2001 της Κίνας στο διεθνές προσκήνιο ως παγκόσμιας οικονομικής υπερδύναμης από εκεί που όλοι περίμεναν να εμφανιστεί η Ιαπωνία. Το τέταρτο, η πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989 και η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην Σοβιετική Ένωση. Το πέμπτο, δέκα χρόνια νωρίτερα, η Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν το 1979. Το έκτο, η πολιτιστική επανάσταση των νέων στην Γαλλία του 1968. Το έβδομο, η βίαιη έξωση το 1962 των Γάλλων από την Αλγερίας μετά την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας της. Το όγδοο, η μαζική εξόντωση των Εβραίων μεταξύ 1942 και 1945. Το ένατο, το γερμανοσοβιετικό-σύμφωνο μη επίθεσης το 1939. Το δέκατο η άνοδος των ναζί στην εξουσία το 1933. Το ενδέκατο, η οικονομική κρίση του 1929. Το δωδέκατο, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, που όλοι περίμεναν ότι θα ήταν αστραπιαίος και κράτησε τέσσερα ολόκληρα χρόνια με εκατομμύρια νεκρούς.

Για να μην προσθέσουμε σε αυτά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, που οι Αμερικανοί επιτελείς είχαν αποκλείσει και τους έβαλε χωρίς καν να το καταλάβουν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ή την περίπτωση του Στάλιν, που αρνήθηκε να πιστέψει τον κατάσκοπό του, Ρίτσαρτντ Ζόργκε, όταν τον ειδοποίησε περί της επικείμενης επίθεσης του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση. Ή την άλλη της ανάπτυξης κατά το 19ο αιώνα των εθνοτήτων που οδήγησαν σε διάλυση την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Μένει τώρα να δούμε τι είδους παράδειγμα θα παράξει η στάση που τελικά θα κρατήσει η ορθολογική Δύση απέναντι στην ασύμμετρη απειλή που συνιστά το ανορθολογικό εγχείρημα του Ερντογάν και των εγχώριων συμμάχων να αναβιώσουν την Όθωμανική Αυτοκρατορία αναστρέφοντας τον ρου της ιστορίας της.

Το μόνον που προς το παρόν μοιάζει βέβαιο είναι ότι ο πολιτικός παραλογισμός τους εξελίσσεται σε δομικό χαρακτηριστικό της στρατηγικής τους.

Πηγή άρθρου: www.liberal.gr