Θύελλα από την έρευνα του FBI εναντίον Τραμπ

Θύελλα από την έρευνα του FBI εναντίον Τραμπ

Πράκτορες του FBI στην είσοδο της έπαυλης του τέως προέδρου, στο Μαρ-α-Λάγκο της Φλόριντα, την ώρα που άλλοι συνάδελφοί τους μέσα κάνουν φύλλο και φτερό το σπίτι. [Josh Ritchie / The New York Times]

Η διαμάχη ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και στην υπηρεσία Εθνικών Αρχείων, που ήρθε με ορμητικό τρόπο στο φως της δημοσιότητας ύστερα από την έρευνα πρακτόρων του FBI στην έπαυλη του τέως προέδρου, στο Μαρ-α-Λάγκο της Φλόριντα, δεν έχει προηγούμενο στην αμερικανική ιστορία. Πρόκειται για μια υψηλού ρίσκου απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης Μέρικ Γκάρλαντ, ο οποίος ήδη κατηγορείται ότι επιδίδεται σε ένα είδος πολιτικής βεντέτας εναντίον του ανθρώπου που αντιμετώπισε τον Τζο Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές του 2020 και είναι πιθανόν να διεκδικήσει εκ νέου την προεδρία το 2024.

Η απόφαση για την έρευνα στο Μαρ-α-Λάγκο θέτει την αξιοπιστία του υπουργείου Δικαιοσύνης υπό συζήτηση λίγους μήνες πριν από τις εκλογές του φθινοπώρου για το Κογκρέσο και ενώ η χώρα εξακολουθεί να είναι βαθιά πολωμένη. Για τον κ. Γκάρλαντ, η πίεση να αιτιολογήσει τις πράξεις του FBI θα είναι έντονη. Και αν η έρευνα για απόρρητα έγγραφα που λέγεται ότι πήρε μαζί του ο Ντόναλντ Τραμπ από τον Λευκό Οίκο δεν αποκομίσει αξιόλογα ευρήματα εγκληματικής ενέργειας, η τελευταία εξέλιξη μπορεί να προστεθεί από τους ιστορικούς στην αλυσίδα των κινήσεων εναντίον του τέως προέδρου που έγιναν μπούμερανγκ για τους αντιπάλους του.

Στην περίπτωση του κ. Τραμπ, αρμόδιοι της υπηρεσίας Εθνικών Αρχείων ανακάλυψαν, νωρίτερα αυτή τη χρονιά, ότι ο τέως πρόεδρος είχε πάρει μαζί του απόρρητα έγγραφα του Λευκού Οίκου μετά την εκλογική ήττα του, γεγονός που πυροδότησε τις έρευνες των διωκτικών αρχών. Κάποια στιγμή ζητήθηκε εισαγγελικό ένταλμα ώστε να διαπιστωθεί τι είδους ντοκουμέντα βρίσκονται στην κατοχή του Τραμπ. Δεν έχουν απαντηθεί ακόμη βασικά ερωτήματα, όπως γιατί οι διωκτικές αρχές αισθάνθηκαν υποχρεωμένες να πραγματοποιήσουν αυτή την ασυνήθιστη έρευνα ύστερα από μήνες νομικής διελκυστίνδας ανάμεσα στην κυβέρνηση και στους δικηγόρους του κ. Τραμπ.

Πράξη υψηλού ρίσκου από το υπουργείο Δικαιοσύνης, αλλά και ο Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται σε κλοιό σοβαρών κινδύνων.

Η έρευνα ξεκίνησε ενώ οργισμένες φωνές από το δεξιό άκρο της αμερικανικής πολιτικής ζωής μιλούν για νέο εμφύλιο πόλεμο, καθώς ολοένα και περισσότεροι Ρεπουμπλικανοί του κατεστημένου απειλούν με πολιτικά αντίποινα εάν κερδίσουν τον έλεγχο του Κογκρέσου στις εκλογές του Νοεμβρίου. Ο βουλευτής Κέβιν Μακάρθι από την Καλιφόρνια, ηγέτης των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, προειδοποίησε τον κ. Γκάρλαντ να κρατήσει ντοκουμέντα και να μην κλείσει ραντεβού για το ερχόμενο διάστημα (εννοώντας ότι θα έχει να κάνει μαζί τους). «Ολα αυτά διαμορφώνουν μια πολιτική κουλτούρα που αρμόζει σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης», τονίζει ο Ντάγκλας Μπρίνκλεϊ, ιστορικός των Αμερικανών προέδρων στο Πανεπιστήμιο Ράις.

Επί 35 χρόνια, οι διαμάχες γύρω από τα προεδρικά αρχεία και για το ποιος τα ελέγχει ήταν κυρίως γραφειοκρατικές υποθέσεις, που διεξάγονταν στην υπηρεσία Εθνικών Αρχείων και κάποτε κατέληγαν σε αναμετρήσεις δικηγόρων, σε δικαστικές αίθουσες. Ο πρώην πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον ξόδεψε σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ πασχίζοντας να εξασφαλίσει τον έλεγχο εκατομμυρίων σελίδων από τα προεδρικά αρχεία και εκατοντάδων ωρών ηχογραφήσεων που τον εξώθησαν σε παραίτηση. Ο Νίξον αρχικά ήρθε σε συμφωνία με τον πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ ώστε να αποκτήσει τον έλεγχο των εν λόγω ντοκουμέντων και τη δυνατότητα να τα καταστρέψει, αν ήθελε. Ωστόσο, ένας νόμος που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο τον Αύγουστο του 1974, μετά την παραίτησή του, τον ανάγκασε να προσφύγει στη Δικαιοσύνη. Τελικά έχασε τη μάχη στο Ανώτατο Δικαστήριο, που απέρριψε την προσφυγή του με ψήφους 7-2.

Αυτή η διαμάχη οδήγησε στον νόμο των προεδρικών αρχείων (1978), με τον οποίο για πρώτη φορά καθορίστηκε ότι τα αρχεία του Λευκού Οίκου είναι περιουσία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και όχι του προέδρου που τα δημιούργησε. Επιπλέον, θεσπίστηκαν νόμοι που αφορούν τον χειρισμό απόρρητων ντοκουμέντων από προέδρους και βοηθούς τους. Κάποιοι ομοσπονδιακοί αξιωματούχοι έχουν υποστεί ποινικές διώξεις για εσφαλμένους χειρισμούς. Ο στρατηγός Ντέιβιντ Πετρέους, διοικητής της CIA επί προεδρίας Ομπάμα, παραδέχτηκε το 2015 ότι έδωσε άκρως απόρρητα ντοκουμέντα στην ερωμένη του, δηλώνοντας ένοχος για τη σχετική κατηγορία, σε βαθμό πλημμελήματος, που του είχε απαγγελθεί. Ο Σάντι Μπέργκερ, σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Μπιλ Κλίντον, πλήρωσε πρόστιμο 50.000 δολαρίων αφού ομολόγησε ότι είχε αφαιρέσει παρατύπως από τα Εθνικά Αρχεία απόρρητα ντοκουμέντα το 2003 ώστε να προετοιμάσει την κατάθεσή του σε εξεταστική επιτροπή του Κογκρέσου, η οποία ερευνούσε τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.

Ωστόσο, ουδέποτε στα χρονικά υπήρξε σύγκρουση ανάμεσα σε έναν πρώην πρόεδρο και στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, του είδους που βλέπουμε σήμερα. Ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής της Φλόριντα Μάρκο Ρούμπιο ανάρτησε στο Twitter βίντεο που παραλληλίζει τον Μπάιντεν με τριτοκοσμικό δικτάτορα και δήλωσε ότι «αυτά συμβαίνουν σε μέρη όπως η Νικαράγουα». Ιστορικοί εκτιμούν πως η αμερικανική δημοκρατία βρίσκεται μπροστά σε μια νέα δοκιμασία αντοχής. «Βρισκόμαστε στο χείλος ενός νέου τύπου εμφυλίου πολέμου, σε μια χωρίς προηγούμενο στιγμή της αμερικανικής ιστορίας», υποστηρίζει ο Μπρίνκλεϊ.

Σε δεινή θέση, πολλά τα μέτωπα

Ο Aμερικανός τέως πρόεδρος ανέλαβε το δικό του ρίσκο όταν έσπευσε να καταγγείλει τον Γκάρλαντ και το FBI ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η έρευνα στο σπίτι του, την περασμένη Δευτέρα, μιλώντας για «επίθεση που θα μπορούσε να συμβεί μόνο σε διαλυμένη, τριτοκοσμική χώρα». Καθώς δεν απολαμβάνει πλέον προεδρική ασυλία, θα καταστεί ευάλωτος αν αποδειχθεί ότι χειρίστηκε ανεύθυνα απόρρητο υλικό, θέτοντας σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια. Και αυτός δεν είναι ο μοναδικός δικαστικός του πονοκέφαλος. Την Τετάρτη, ο τέως πρόεδρος κλήθηκε να καταθέσει στην εισαγγελία Νέας Υόρκης, η οποία ετοιμάζεται να ασκήσει δίωξη για τις αμφισβητούμενες επιχειρηματικές πρακτικές του ομίλου Τραμπ. Το γεγονός ότι αρνήθηκε να δώσει απαντήσεις κάνοντας χρήση της Πέμπτης Τροπολογίας του συντάγματος, υποδηλώνει ότι βρίσκεται σε δεινή θέση. Στο μεταξύ, συνεχίζονται οι έρευνες του Κογκρέσου για τα πρωτοφανή έκτροπα που προκάλεσαν οπαδοί του Τραμπ, με παρακίνηση του απερχόμενου τότε προέδρου, στις 6 Ιανουαρίου του 2021, στο Καπιτώλιο.



Πηγή άρθρου: www.kathimerini.gr