Οι τελευταίες κινήσεις Τραμπ – Μπάιντεν

Τουλάχιστον 17 εκατομμύρια πολίτες έχουν ήδη ψηφίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς λιγότερο από τρεις εβδομάδες μας χωρίζουν από τις εκλογές του επόμενου μήνα. Ουρές και πολύωρες (ώς και 11 ώρες!) αναμονές μπροστά στις κάλπες απηχούν το πάθος των Δημοκρατικών ψηφοφόρων να ασκήσουν εγκαίρως το εκλογικό τους δικαίωμα, παρά τους περιορισμούς της πανδημίας. Το εθνικό προβάδισμα του υποψηφίου του κόμματος και τέως αντιπροέδρου, Τζο Μπάιντεν, κυμαίνεται στο 11% έναντι του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος χάνει διαρκώς έδαφος μετά το ντιμπέιτ και δη αφότου διαγνώσθηκε θετικός στον νέο κορωνοϊό. 

Φαίνεται έτσι ότι απέτυχε ο χειρισμός της δικής του ασθένειας. Η αγωνία του να αποδείξει ότι είναι νέος και ακμαίος, ότι ανάρρωσε ταχύτατα αντί να παίξει το επικοινωνιακό χαρτί της ευαλωτότητας και της ανθρωπιάς –που θα μπορούσε και να τον ευνοήσει προεκλογικά– δεν απέδωσε. Το γεγονός ότι τόσοι άνθρωποι έχουν συμμετάσχει ήδη στην εκ των προτέρων ψήφο περιορίζει την πιθανότητα να επιβεβαιωθούν τα καταστροφολογικά σενάρια, που ήθελαν τον Ντόναλντ Τραμπ να κερδίζει την αναμέτρηση το βράδυ των εκλογών και να τη χάνει στη συνέχεια μετά την καταμέτρηση των επιστολικών ψήφων.

Οι κρίσιμες πολιτείες

Ισως οι σημαντικότερες ενδείξεις για μια αδιαφιλονίκητη επικράτηση του Τζο Μπάιντεν είναι οι δημοσκοπήσεις στην κρίσιμες πολιτείες. Ο τέως αντιπρόεδρος προηγείται –έστω και οριακά– σε όλες, εκτός από το Τέξας, ενώ στο Μίσιγκαν, το Ουισκόνσιν και την Πενσιλβάνια το προβάδισμα του υποψηφίου των Δημοκρατικών είναι συντριπτικό με πάνω από 7% διαφορά. Πάντως, η καμπάνια του Τζο Μπάιντεν φοβάται την επανάπαυση του εκλογικού σώματος και τον κίνδυνο να μην προσέλθουν στις κάλπες οι Δημοκρατικοί ψηφοφόροι, πιστεύοντας ότι η μάχη έχει κριθεί. Ετσι στελέχη της προειδοποιούν συστηματικά τους ψηφοφόρους ότι η διαφορά των δύο μονομάχων είναι πολύ μικρότερη από ό,τι φαίνεται, ανησυχώντας ότι θα μπορούσε να επαναληφθεί το φαινόμενο της Χίλαρι Κλίντον το 2016: όλοι δηλαδή να έχουν προεξοφλήσει νίκη του Δημοκρατικού υποψηφίου και τελικά να επανεκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ. 

Ο ίδιος ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών δεν έχει καταθέσει τα όπλα. Από την πρώτη μέρα που έλαβε το πράσινο φως να επιστρέψει στον προεκλογικό στίβο, άρχισε τις ανοιχτές ομιλίες από τον Λευκό Οίκο, χωρίς να είναι καν σαφές πως έχει βγει αρνητικός στον νέο κορωνοϊό. Δήλωσε μάλιστα πρόθυμος να συμμετάσχει σε τηλεμαχία με τον Τζο Μπάιντεν και όταν οι διοργανωτές επιχείρησαν να μετατρέψουν το ντιμπέιτ σε εικονικό, εκείνος αποφάσισε πως δεν έχει νόημα. Ετσι βρέθηκαν οι δύο αντίπαλοι να συνομιλούν με ψηφοφόρους τους την περασμένη Πέμπτη, ο Μπάιντεν στο ABC και ο Τραμπ από τη Φλόριντα στο NBC, την ίδια ακριβώς ώρα. Κι ενώ ο τέως αντιπρόεδρος κατάφερε στον διάλογο με τους πολίτες να αναπτύξει τους θέσεις του, ο νυν πρόεδρος βρέθηκε σε ιδιαίτερα αμήχανη θέση, αποφεύγοντας να αποκηρύξει θεωρίες συνωμοσίας αλλά και να διευκρινίσει αν είχε κάνει τεστ για τον κορωνοϊό πριν συμμετάσχει στο πρώτο ντιμπέιτ. 

To βασικό πρόβλημα του προέδρου παραμένει η περιορισμένη απήχησή του σε μια κρίσιμη πληθυσμιακή ομάδα: τις γυναίκες των προαστίων. Ο ίδιος δεν το αρνείται. «Γυναίκες των προαστίων, θα με συμπαθήσετε;», αναρωτήθηκε σε συγκέντρωση στην Πενσιλβάνια την εβδομάδα που πέρασε, εκλιπαρώντας περίπου για τις ψήφους τους. 

Τα επτά παιδιά της Μπάρετ

Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι τυχαία και η επιλογή της Εϊμι Κόνι Μπάρετ για τη θέση που χήρεψε στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών μετά τον θάνατο της θρυλικής δικαστού, Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ. Μπορεί η Μπάρετ να είναι συντηρητική και εχθρός των αμβλώσεων, είναι όμως ταυτόχρονα εργαζόμενη μητέρα επτά παιδιών και η υποψηφιότητά της έδωσε στους Ρεπουμπλικανούς την ευκαιρία να εμφανιστούν ως φεμινιστές. Το γεγονός ότι έχει επτά παιδιά ακούστηκε και ξανακούστηκε επανειλημμένως από τα χείλη Ρεπουμπλικανών του Κογκρέσου σε μια σαφή προσπάθεια προσέλκυσης γυναικών ψηφοφόρων. Μάλιστα, οι συντηρητικοί σχολιαστές την αποθεώνουν σαν μια νέα μορφή φεμινισμού, που δεν επιμένει μόνο στα ίσα δικαιώματα ανδρών και γυναικών, αλλά στις κοινές ευθύνες τους στο πλαίσιο της οικογενειακής ζωής. 
Οπως έγραψε η νομικός Ερικα Μπακιότσι στο Politico: «Σε αυτόν τον νέο φεμινισμό η σεξουαλική ισότητα δεν επιτυγχάνεται όταν κάποια μιμείται τη δυνατότητα των ανδρών να απομακρύνονται από μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη μέσω της άμβλωσης, αλλά ζητώντας από τους άνδρες να συναντήσουν τις γυναίκες σε ένα ανώτερο ηθικό επίπεδο κοινής ευθύνης, αμοιβαιότητας και φροντίδας».

Εμπιστοσύνη σε δολάρια

Αν οι δημοσκοπήσεις είναι επισφαλείς και δεν μπορούν να προεξοφλήσουν μια άνετη επικράτηση του Μπάιντεν, τα χρήματα που έχει συγκεντρώσει η καμπάνια του είναι πιο αντιπροσωπευτικός δείκτης για την παράσταση νίκης: η εκστρατεία του συγκέντρωσε τον Σεπτέμβριο 383 εκατ. δολάρια, από κοινού με την Εθνική Επιτροπή των Δημοκρατικών. Ετσι, το επιτελείο του Μπάιντεν μπήκε στον Οκτώβριο έχοντας στα ταμεία 432 εκατ. δολάρια. «Είναι περισσότερα από όσα έχω μαζέψει σε όλη μου τη ζωή!» είπε ο Μπάιντεν σε ένα σύντομο βίντεο που ανήρτησε στο Twitter το βράδυ της περασμένης Τετάρτης. Αυτό σημαίνει ότι ο πρώην αντιπρόεδρος έχει συγκεντρώσει 750 εκατ. δολάρια από τον Αύγουστο, καταρρίπτοντας κάθε μήνα το προηγούμενο ρεκόρ. Το πλεονέκτημά του σε επίπεδο χρηματοδότησης έναντι του προέδρου Τραμπ θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως ψήφος εμπιστοσύνης. Ο Μπάιντεν χρησιμοποίησε τα επιπλέον κονδύλια σε διαφημίσεις στην τηλεόραση. Μάλιστα, στις πολιτείες-κλειδιά εμφανίζεται να δαπανά πολύ περισσότερα χρήματα από τον Τραμπ, ενώ έχει επεκτείνει τον χάρτη, αφού κάποια σποτ προβάλλονται ακόμη και στο Τέξας. Οι New York Times σημειώνουν στο σχετικό τους ρεπορτάζ ότι αυτό το προβάδισμα σε επίπεδο χρηματοδότησης ήταν κάτι αδιανόητο στις αρχές της χρονιάς. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2020, ο πρώην αντιπρόεδρος αγωνιζόταν να συγκεντρώσει χρήματα online. Κι όμως η έναρξη του φθινοπώρου βρήκε το επιτελείο του με 1,1 εκατ. νέους δωρητές, εξέλιξη που δείχνει πόσο έχει αλλάξει το κλίμα υπέρ του Δημοκρατικού υποψηφίου.

Πηγή άρθρου: www.kathimerini.gr