Μ. Βρετανία: Μία απ’ τις μεγαλύτερες αποτυχίες της δημόσιας υγείας η διαχείριση της Covid-19

Stefan Rousseau/Pool Photo via AP

Η αντιμετώπιση της πανδημίας του νέου κορονοϊού στη Μεγάλη Βρετανία ήταν μία από τις χειρότερες αποτυχίες δημόσιας υγείας στην ιστορία της χώρας, σύμφωνα με κοινοβουλευτική έρευνα που διαπιστώνει έλλειψη διαφάνειας και μια «μοιρολατρική» προσέγγιση της κρίσης, η οποία επιδείνωσε τον αριθμό των νεκρών.

Η έκθεση, την οποία συνέταξαν δύο κοινοβουλευτικές επιτροπές έπειτα από δύο μήνες ακροάσεων, αναφέρει ότι η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον, με τη στήριξη των επιστημονικών της συμβούλων, υιοθέτησε σκόπιμα μια «προσέγγιση σταδιακή και προοδευτική» αντί να λάβει πιο δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Η κρίση αποκάλυψε «σημαντικές ελλείψεις στον κυβερνητικό μηχανισμό», με τους δημόσιους φορείς να αδυνατούν να μοιραστούν ζωτικές πληροφορίες και επιστημονικές συμβουλές, ενώ η «αδυναμία» καταστολής του ιού αμφισβητήθηκε μόνο όταν φάνηκε πως το Εθνικό Σύστημα μπορεί να κατέρρεε.

Αρχικά η Ντάουνινγκ Στριτ προσπάθησε να θέσει υπό έλεγχο την πανδημία και να επιτύχει τη συλλογική ανοσία μέσω της νόσησης, γεγονός που οδήγησε τη χώρα να έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά νεκρών στην Ευρώπη, περισσότεροι από 150.000 μέχρι στιγμής.

Ως τις 23 Μαρτίου οι υπουργοί «προσπαθούσαν μόνο να περιορίσουν την ταχύτητα εξάπλωσης» στον πληθυσμό, αντί να σταματήσουν εντελώς την εξάπλωσή της «λόγω των επίσημων επιστημονικών συστάσεων». Οι επιστήμονες που συμβούλευαν την κυβέρνηση του Τζόνσον συμφώνησαν ομόφωνα στις 13 Μαρτίου ότι «τα μέτρα που έχουν στόχο να σταματήσουν εντελώς την εξάπλωση της covid-19 θα προκαλέσουν δεύτερη κορύφωση» της πανδημίας.

Είναι «εκπληκτικό» ότι χρειάστηκαν τόσο χρόνο για να κατανοήσουν ότι ήταν απαραίτητο το πλήρες lockdown, τονίζουν οι βουλευτές στην έκθεσή τους, παρά το γεγονός ότι διέθεταν αδιάσειστα στοιχεία, όπως ένα μοντέλο πρόβλεψης του Imperial College του Λονδίνου, το οποίο έδειχνε ότι αν δεν ανασχεθεί η εξάπλωση της Covid-19 ο αριθμός των νεκρών θα μπορούσε να φτάσει τις 500.000.

«Οι αποφάσεις που αφορούσαν το lockdown και την κοινωνική αποστασιοποίηση τις πρώτες εβδομάδες της πανδημίας -και οι συστάσεις που οδήγησαν σε αυτές- αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες αποτυχίες στον τομέα της δημόσιας υγείας που έχει γνωρίσει ποτέ η Βρετανία», υπογραμμίζεται στην έκθεση.

Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν από τις πρώτες χώρες που ανέπτυξαν ένα τεστ για τον ιό τον Ιανουάριο του 2020, η χώρα «σπατάλησε» το προβάδισμά του και έφτασε «σε μόνιμη κρίση» με σοβαρές συνέπειες. 

Παράλληλα, τα μέλη των κοινοβουλευτικών επιτροπών επικρίνουν την απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης να μην διενεργούνται διαγνωστικά τεστ στους ηλικιωμένους που έπαιρναν εξιτήριο από τα νοσοκομεία προτού επιστρέψουν στους οίκους ευγηρίας και επισημαίνουν ότι κάποια μέτρα -όπως το κλείσιμο των παμπ στις 22:00, η απαγόρευση της άθλησης των παιδιών στο ύπαιθρο- δεν είχαν επιστημονική βάση.

«Η αντίδραση της Βρετανίας αποτελεί ένα μίγμα μεγάλων λαθών και μεγάλων επιτυχιών», όπως το πρόγραμμα εμβολιασμού κατά της covid-19, σημειώνουν ο Γκρεγκ Κλαρκ και Τζέρεμι Χαντ, πρόεδροι των δύο επιτροπών που συνέταξαν την έκθεση. «Είναι ζωτικής σημασίας να μάθουμε και από τα δύο», υπογραμμίζουν.

«Για μια χώρα με εξειδίκευση παγκόσμιας κλάσης στην ανάλυση δεδομένων, το να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη υγειονομική κρίση των τελευταίων 100 χρόνων, χωρίς ουσιαστικά δεδομένα για ανάλυση ήταν σχεδόν αδιανόητη οπισθοδρόμηση» σχολιάζει η έκθεση.

Εκπρόσωπος της κυβέρνησης απάντησε ότι η Ντάουνινγκ Στριτ πήρε μαθήματα από την πανδημία και πρόσθεσε ότι τον επόμενο χρόνο θα διεξαχθεί πλήρης, δημόσια έρευνα. «Δεν αποφύγαμε ποτέ να λάβουμε γρήγορη και αποφασιστική δράση για να σώσουμε ζωές και να προστατεύσουμε το Εθνικό Σύστημα Υγείας, περιλαμβανομένων περιορισμών και lockdown», υποστήριξε.

Αντίθετα, ο εκπρόσωπος τύπου για θέματα υγείας των Εργατικών, Τζόναθαν Άσγουορθ, τόνισε ότι η έκθεση επιβαρύνει τη θέση της κυβέρνησης.
 

Πηγή άρθρου: www.efsyn.gr