Λάδι στη φωτιά του Καυκάσου ρίχνει ο Ταγίπ Ερντογάν

Aρμένιος πυροβολικάριος βάλλει κατά θέσεων των Αζέρων στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ.Φωτ. Sipan Gyulumyan / Armenian Defense Ministry / A.P.α

Eχουν περάσει κοντά τρεις δεκαετίες από την εποχή που οι αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ βρίσκονταν στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου. Υστερα από έναν πόλεμο που κράτησε έξι χρόνια, κόστισε τη ζωή 30.000 ανθρώπων και ξερίζωσε από τους τόπους τους ένα εκατομμύριο αμάχους, ήρθε η ανακωχή του 1994: οι Αρμένιοι κατοχύρωσαν τον ντε φάκτο έλεγχο του διαφιλονικούμενου θυλάκου, όπως και επτά γειτονικών περιοχών του Αζερμπαϊτζάν, και ανακήρυξαν την αυτόνομη «Δημοκρατία του Αρτσάχ», έστω και αν αυτή δεν έχει αναγνωριστεί από κανένα κράτος στον κόσμο, ούτε καν από την Αρμενία. Οι περιοδικές αναφλέξεις, με σημαντικότερες εκείνες του 2016, όταν χάθηκαν περίπου 200 άνθρωποι, ήταν βραχύβιες και χωρίς σημαντικές ανατροπές επί του εδάφους, με αποτέλεσμα να περνούν στο περιθώριο της διεθνούς επικαιρότητας.

Τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά με τον νέο κύκλο στρατιωτικών συγκρούσεων που ξεκίνησε την περασμένη Κυριακή χωρίς ορατή προοπτική αποκλιμάκωσης. Οχι μόνο γιατί οι συγκρούσεις είναι κατά πολύ σφοδρότερες, εκτείνονται σε πολύ μεγαλύτερο μέτωπο και απειλούν να οδηγήσουν σε ανοιχτό πόλεμο Αρμενίας – Αζερμπαϊτζάν, αλλά και γιατί θα μπορούσαν να εμπλέξουν τις δύο ισχυρότερες γειτονικές δυνάμεις, τη Ρωσία και την Τουρκία. Ηδη ο Ταγίπ Ερντογάν υποστηρίζει με πάθος το Αζερμπαϊτζάν, επαναλαμβάνοντας όπου βρεθεί και όπου σταθεί πως Τούρκοι και Αζέροι είναι «ένα έθνος σε δύο κράτη». Η Ρωσία, πάλι, έχει συνάψει αμυντική συνθήκη με την Αρμενία, όπου διατηρεί δύο στρατιωτικές βάσεις και δεν μπορεί να περιοριστεί σε ρόλο παθητικού θεατή των δραματικών εξελίξεων στον νότιο Καύκασο, μια περιοχή που επί αιώνες αποτελούσε το μαλακό της υπογάστριο.

Γιατί όμως μια τόσο μικρή περιοχή, με έκταση όσο η μισή Κρήτη και πληθυσμό περίπου 120.000 κατοίκων, έγινε το μήλον της Εριδος; Ο πρώτος λόγος βρίσκεται στο μεγάλο ειδικό βάρος του Ναγκόρνο-Καραμπάχ στο συλλογικό φαντασιακό και των δύο αντιπάλων. Οι ορεσίβιοι χριστιανοί Αρμένιοι της περιοχής συγκρούστηκαν με τους πεδινούς μουσουλμάνους «Τατάρους» τουλάχιστον πέντε φορές τον περασμένο αιώνα. Δύο από τους τέσσερις προέδρους της ανεξάρτητης Αρμενίας γεννήθηκαν στη Στεπανακέρτ, την πρωτεύουσα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Η νίκη του 1994 γιορτάζεται σαν ημέρα δόξας της Αρμενίας, μικρή ρεβάνς για τη γενοκτονία που υπέστη το χριστιανικό έθνος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αντίστοιχα, για τους Αζέρους το Ναγκόρνο-Καραμπάχ είναι μια ανοιχτή εθνική πληγή. Τον Ιούλιο, ύστερα από κάποιες περιορισμένες εχθροπραξίες στη μεθόριο, ξέσπασαν στο Μπακού μεγάλες διαδηλώσεις, που πίεζαν τον πρόεδρο Ιλχάμ Αλίεφ να κηρύξει πόλεμο για την «απελευθέρωση» των υπό αρμενικό έλεγχο περιοχών. 

Ο δεύτερος λόγος βρίσκεται στη γεωπολιτική σημασία της περιοχής. Παρά το μικρό του μέγεθος, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ ελέγχει μεγάλους αγωγούς που μεταφέρουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο, κυρίως του Αζερμπαϊτζάν, από την Κασπία προς την Τουρκία και την Ευρώπη. Ας σημειωθεί ότι η αζερική εταιρεία υδρογονανθράκων Socar είναι ο πρώτος ξένος επενδυτής στην Τουρκία. Ο πλούτος του Αζερμπαϊτζάν σε υδρογονάνθρακες είναι το βασικό στοιχείο που ανεβάζει τη γεωπολιτική αξία του στα μάτια των Αμερικανών, ως εναλλακτικής, έναντι της Ρωσίας, πηγής ενεργειακής κάλυψης της Ευρώπης.

O ρόλος της Αγκυρας και το «πυρηνικό όπλο» του Ερεβάν

Το άλλο ερώτημα που ζητάει απάντηση είναι γιατί αυτή η παγωμένη σύγκρουση του Καυκάσου αναζωπυρώθηκε τη δεδομένη συγκυρία; Ολα δείχνουν ότι το Αζερμπαϊτζάν ενθαρρύνθηκε να εξαπολύσει επίθεση για την ανάκτηση των χαμένων εδαφών από τον Ταγίπ Ερντογάν. Η Τουρκία προμηθεύει όπλα στο Αζερμπαϊτζάν, εκπαιδεύει τους αξιωματικούς του και –σύμφωνα με ρεπορτάζ του πρακτορείου Reuters, του βρετανικού Guardian και της γαλλικής Le Monde– έχει στείλει περί τους 4.000 μισθοφόρους από το συριακό μέτωπο, για να πολεμήσουν στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Τη στιγμή που ο Ερντογάν δυσκολεύεται να υλοποιήσει τις μεγαλεπήβολες φιλοδοξίες του σε Συρία, Λιβύη και Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η τουρκική οικονομία κλονίζεται, μια νίκη γοήτρου μαζί με τους «αδελφούς Αζέρους» στον Καύκασο θα ήταν άκρως αξιοποιήσιμη στο εσωτερικό μέτωπο. Επιπλέον, ο Ερντογάν υπενθυμίζει στις ΗΠΑ την αξία χρήσης της Τουρκίας ως δύναμης ανάσχεσης της ρωσικής επιρροής σε ένα ευρύτατο γεωγραφικό τόξο, από τον Καύκασο και τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά για τον Τούρκο πρόεδρο. Πέραν της αμυντικής συμφωνίας της με τη Ρωσία, η Αρμενία διαθέτει το δικό της «πυρηνικό όπλο», που αντισταθμίζει τους υδρογονάνθρακες των γειτόνων της: τη δυναμική αρμενική διασπορά, τετραπλάσια αθροιστικά από τον πληθυσμό της μητέρας-πατρίδας. Τρία εκατομμύρια Αρμένιοι ζουν στη Ρωσία, ένα εκατομμύριο στην Αμερική και μισό εκατομμύριο στη Γαλλία, όπου ένας αρμενικής καταγωγής πολιτικός, ο Εντουάρ Μπαλαντίρ, διατέλεσε πρωθυπουργός της χώρας. Αυτές οι τρεις μεγάλες δυνάμεις –Ρωσία, ΗΠΑ και Γαλλία– συναπαρτίζουν την Ομάδα του Μινσκ, η οποία διαχειρίζεται, για λογαριασμό του ΟΑΣΕ, τις προσπάθειες διπλωματικής επίλυσης της σύγκρουσης. Ηδη, ο Εμανουέλ Μακρόν και ο Βλαντιμίρ Πούτιν ζήτησαν, ύστερα από τηλεφωνική επικοινωνία τους, την άμεση αναστολή των εχθροπραξιών και καταδίκασαν την τουρκική παρέμβαση (πιο προωθημένος, ο Μακρόν έκανε λόγο για φιλοπόλεμη πολιτική της Τουρκίας). Ανάλογη ήταν η τοποθέτηση και του Τζο Μπάιντεν, στις ΗΠΑ.

Στο χείλος της ρήξης

Αυτές τις πραγματικότητες ασφαλώς δεν τις αγνοεί ο πραγματιστής πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν, Ιλχάμ Αλίεφ. Αλλωστε, η Ρωσία είναι ο πρώτος εξαγωγέας στο Αζερμπαϊτζάν, στο οποίο πουλάει και οπλικά συστήματα, ενώ η αζερική διανόηση είναι σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν ρωσόφωνη. Ορισμένοι αναλυτές εικάζουν ότι ο Αλίεφ δεν θα προσπαθήσει να αλώσει το ορεινό και δυσπρόσιτο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, αλλά θα αρκεστεί στην ανακατάληψη ορισμένων ακατοίκητων πεδινών περιοχών που κατέλαβαν οι Αρμένιοι το 1991-1994, όπως το Φουζουλί και το Τζαμπραγίλ. Σε διαφορετική περίπτωση, η Ρωσία θα είναι πολύ δύσκολο να αποφύγει την εμπλοκή. Το πάθημα του Μιχαήλ Σαακασβίλι, προέδρου της Γεωργίας το 2008, ο οποίος προσπάθησε να ανακαταλάβει τον θύλακο της Νότιας Οσετίας, για να κατατροπωθεί μέσα σε τέσσερις ημέρες από τον ρωσικό στρατό, είναι πολύ πρόσφατο για να ξεχνιέται από τους παρεπιδημούντες τον Καύκασο και τη Μαύρη Θάλασσα. Σε κάθε περίπτωση, η εύθραυστη, ανταγωνιστική συνεννόηση Ρωσίας – Τουρκίας, η οποία ήδη υφίσταται πιέσεις σε Συρία και Λιβύη, περνάει αυτές τις ημέρες άλλη μία κρίσιμη δοκιμασία στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ.

Πηγή άρθρου: www.kathimerini.gr